Γράμμα Δδ
Δαγκουσιά: μπουκιά, δαγκωματιά
Δαυλί: κάρβουνο αναμμένο ή μεταφορικά όταν
κάποιος είναι πολύ μεθυσμένος
Διρμάτ’: ασκός από δέρμα ζώου
Διρμόν: μεγάλο κόσκινο
Διρμόνιτσειν: κοσκίνισε το σιτάρι
Διάφορο: όφελος
Διάφκειν: γιατρεύτηκε
Διαλάζ: αστράφτει όταν βρέχει
Διαόλτσειν: έκανε δουλειά του διαβόλου, δηλαδή
τίποτα. ''Τον έστειλε στο διάβολο.''
Δουριάντσειν: το έδωσε κάπου σαν δώρο, τα
σκόρπισε