Καλιμκιριά: μαύρη μαντήλα με λουλούδια περιμετρικός
Καϊρντίζω: σκέφτομαι κάποιον που έχει πρόβλημα , στεναχωριέμαι
Καλλίγγα: το ρόδι
Καματερή: η καθημερινή
Καγκαπόταβος: άσχημος
Καναγκερίσιου: πολύ παλιό
Καμπαρτίσκειν: φούσκωσε η ζύμη
Καπαρτζίκια: διάφορα αντικείμενα σκορπισμένα
Καρτσανίζω: τραγανίζω
Καρτσέλ': το γαϊδουράκι
Καρκαλίσκειν: κακάρισε η κότα
Κάσιαβους: ο μουσκεμένος
Κατράναβους: ο δυστυχισμένος
Καυκί: το ποτήρι
Καψαρός: ο κακομοίρης
Καϊάς: μεγάλος βράχος αμετακίνητος
Κακιώνω: θυμώνω
Καλτσιούνια: μαύρα πλεκτά πατούνια
Καφαλτί: πρωινό γεύμα
Κάνιασε: αγανάκτησε
Κάνουρα: μεγάλος μάλλινος τσελές
Καξιά: αρρώστια
Καρατζίκ: κατάμαυρο
Καρτσανό :τραγανό
Καρτσάει: τρίζει
Καρμάς: ζωοτροφή
Καρσί: απέναντι ακριβώς
Κατσιάκ'ς: κλέφτης
Κάχτα: καρύδι
Καψαλίζω: καίω ελαφρώς επιφανειακά
Κοσιές: γωνία σπιτιού
Κιουγκ: πήλινος σωλήνας
Κλιαπάντσειν: έφαγε με λαιμαργία
Κόζα: δέρμα ζώου
Κόρτια: ο κοριός
Κόραβο: σκληρό, κυρίως αναφέρετε στο ψωμί
Κουζίν: δέρμα ζώου
Κουντούρες: γυναικεία παπούτσια κλειστά
Κωλοβός: μαξιλαροθήκη
Κιπρί: μπρούτζινο μικρό κουδούνι
Κλιούρτα: πολύ σάπιο φρούτο
Κλιαφ: καπέλο χωρίς γύσο
Κότσαλο :άκαμπτο
Κουρντίσκειν: ξεσηκώθηκε
Κούρωσε: φούντωσε
Κουλιούμπσειν: κολύμπησε
Κουτάρ: φωλιά άγριου ζώου
Κούχτιο: το μοναχικό άτομο
Κρεχτό: τρυφερό, που σπάζει εύκολα
Κτουκ: ''άδειο'' κεφάλι
Κωλοσούρου: η γυναίκα που αργεί στις δουλειές της, ''σέρνεται''
Κουπαναριά: το ένα πάνω στο άλλο
Κουρμπανιάσκειν: έγινε κάρβουνο
Κορδώνεται: καμαρώνει
Κουρκούτ: χυλός από αλεύρι
Κουτσάκ: προεξοχή από ξύλο
Κοσμαντάμωτος: αυτός που δεν κάνει παρέα, μοναχικός
Κουρτέλι: γυναικεία παπούτσια σε ανδρικό σχέδιο
Κρικέλα: κρίκος
Κρύπα: μικρό κομμάτι υφάσματος
Κυδωνείζ: ''ωριμάζει'' το σιτάρει