Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Κωσταραζινό ιδίωμα: Γράμμα Κ

Συνεχίζουμε τις αναρτήσει για το γλωσσικό ιδίωμα του Κωσταραζίου με το γράμμα Κ.










Καλιμκιριά: μαύρη μαντήλα με λουλούδια περιμετρικός

Καϊρντίζω: σκέφτομαι κάποιον που έχει πρόβλημα , στεναχωριέμαι

Καλλίγγα: το ρόδι

Καματερή: η καθημερινή

Καγκαπόταβος: άσχημος

Καναγκερίσιου: πολύ παλιό

Καμπαρτίσκειν: φούσκωσε η ζύμη

Καπαρτζίκια: διάφορα αντικείμενα σκορπισμένα

Καρτσανίζω: τραγανίζω

Καρτσέλ': το γαϊδουράκι

Καρκαλίσκειν: κακάρισε η κότα

Κάσιαβους: ο μουσκεμένος

Κατράναβους: ο δυστυχισμένος

Καυκί: το ποτήρι

Καψαρός: ο κακομοίρης

Καϊάς: μεγάλος βράχος αμετακίνητος

Κακιώνω: θυμώνω

Καλτσιούνια: μαύρα πλεκτά πατούνια

Καφαλτί: πρωινό γεύμα

Κάνιασε: αγανάκτησε

Κάνουρα: μεγάλος μάλλινος τσελές

Καξιά: αρρώστια

Καρατζίκ: κατάμαυρο

Καρτσανό :τραγανό

Καρτσάει: τρίζει

Καρμάς: ζωοτροφή

Καρσί: απέναντι ακριβώς

Κατσιάκ'ς: κλέφτης

Κάχτα: καρύδι

Καψαλίζω: καίω ελαφρώς επιφανειακά

Κοσιές: γωνία σπιτιού

Κιουγκ: πήλινος σωλήνας

Κλιαπάντσειν: έφαγε με λαιμαργία

Κόζα: δέρμα ζώου

Κόρτια: ο κοριός

Κόραβο: σκληρό, κυρίως αναφέρετε στο ψωμί

Κουζίν: δέρμα ζώου

Κουντούρες: γυναικεία παπούτσια κλειστά

Κωλοβός: μαξιλαροθήκη

Κιπρί: μπρούτζινο μικρό κουδούνι

Κλιούρτα: πολύ σάπιο φρούτο

Κλιαφ: καπέλο χωρίς γύσο

Κότσαλο :άκαμπτο

Κουρντίσκειν: ξεσηκώθηκε

Κούρωσε: φούντωσε

Κουλιούμπσειν: κολύμπησε

Κουτάρ: φωλιά άγριου ζώου

Κούχτιο: το μοναχικό άτομο

Κρεχτό: τρυφερό, που σπάζει εύκολα

Κτουκ: ''άδειο'' κεφάλι

Κωλοσούρου: η γυναίκα που αργεί στις δουλειές της, ''σέρνεται''

Κουπαναριά: το ένα πάνω στο άλλο

Κουρμπανιάσκειν: έγινε κάρβουνο

Κορδώνεται: καμαρώνει

Κουρκούτ: χυλός από αλεύρι 

Κουτσάκ: προεξοχή από ξύλο

Κοσμαντάμωτος: αυτός που δεν κάνει παρέα, μοναχικός

Κουρτέλι: γυναικεία παπούτσια σε ανδρικό σχέδιο

Κρικέλα: κρίκος

Κρύπα: μικρό κομμάτι υφάσματος

Κυδωνείζ: ''ωριμάζει'' το σιτάρει